- βράγχῳ
- βράγχοςhoarsenessmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραγχώ — βραγχῶ και βραγχιῶ ( άω) (Α) είμαι βραχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. βραγχώ πιθ. < βράγχος, αν δεν πρόκειται για μεταρρηματικό παράγωγο βραγχιώ ( άω) < βράγχος, αναλογικά προς τα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια, ενώ απίθανη θεωρείται η ετυμολόγηση του βραγχιώ … Dictionary of Greek
Βράγχῳ — Βράγχος hoarseness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)